- ένθετος
- ος , ον вставленный, вделанный; надставленный;
ένθετος οδούς — искусственный зуб;
ένθετοι λέμβοι мор. — палубные шлюпки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ένθετος οδούς — искусственный зуб;
ένθετοι λέμβοι мор. — палубные шлюпки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ένθετος — η, ο (AM ἔνθετος, ον) [εντίθημι] αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου νεοελλ. 1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές» 2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια»… … Dictionary of Greek
ένθετος — η, ο ο τοποθετημένος μέσα σε κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔνθετον — ἔνθετος capable of being put in masc/fem acc sg ἔνθετος capable of being put in neut nom/voc/acc sg ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd dual (doric) ἔρχομαι ibo aor ind act 2nd dual (doric) ἐντίθημι put in aor imperat act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέτοις — ἔνθετος capable of being put in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνθετα — ἔνθετος capable of being put in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνθετε — ἔνθετος capable of being put in masc/fem voc sg ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd pl (doric) ἔρχομαι ibo aor ind act 2nd pl (doric) ἐντίθημι put in aor imperat act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνθετοι — ἔνθετος capable of being put in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγιδόλιθος — Μικρή πέτρα, πολύτιμη τις περισσότερες φορές, δεμένη πάνω σε δαχτυλίδι ή σε απλή σφραγίδα, με έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις ή γράμματα, που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη σφράγιση επιστολών. Σ. προϊστορικής εποχής βρίσκονται στην Αίγυπτο, τη … Dictionary of Greek